- αφέλκυση
- [-ις (-εως)] η , αφέλκυσμός ο1) вытаскивание на берег; 2) поглощение, всасывание, отсасывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφέλκυση — η (Μ ἀφέλκυσις) το να τραβάει κανείς απότομα κάτι νεοελλ. «αφέλκυση ξίφους» η απόσπαση του ξίφους από το ξίφος του αντιπάλου με το οποίο βρίσκεται σε ζεύγη … Dictionary of Greek
ἀφελκύσῃ — ἀφελκύσηι , ἀφέλκυσις dragging away fem dat sg (epic) ἀφέλκω drag away aor subj mid 2nd sg ἀφέλκω drag away aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)